μοναχοπαρθενία — η περίπτωση τού παλαιού μοναχικού βίου αγίων κατά την οποία γυναίκες απέφευγαν τον κόσμο και ασκήτευαν σε μοναστήρια ανδρών μεταμφιεσμένες σε άνδρες για να μην τίς αναγνωρίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + παρθενία] … Dictionary of Greek
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek
φρεγάτα — Τύπος ελαφρού πολεμικού πλοίου με 3 όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτηση δρόμωνα. Στα μέσα του 17ου αι. ως φ. αναφέρονταν μικρά σκάφη, που χρησιμοποιούνταν ως ανιχνευτικά, με λίγα οπλισμένα πυροβόλα. Βαθμιαία όμως μεγάλωναν και οι διαστάσεις της φ … Dictionary of Greek
Δενδρίτις — Επίθετο που είχε δοθεί στην Ωραία Ελένη μετά τον θάνατό της, επειδή, κατά μία ροδιακή παράδοση, κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Σύμφωνα με τον μύθο, μετά τον θάνατο του Μενέλαου, οι νόθοι γιοι του Μεγαπένθης και Νικόστρατος εκδίωξαν την Ελένη, που… … Dictionary of Greek